- κλειδοκόκαλο
- τοτο οστό τής κλείδας*.[ΕΤΥΜΟΛ. < κλείδα + -κόκαλο (< κόκαλο), πρβλ. ραχο-κόκαλο, ψαρο-κόκαλο].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κλείδα — η (AM κλείς, δός, Α ιων. τ. κληΐς, ϊδος, δωρ. τ. κλαΐς, ΐδος και ϊδος, αιολ. τ. κλαις και κλάϊς, αρχ. αττ. τ. κλῄς, ῇδος) 1. κλειδί («ὁ τῇ κλειδί τὰ ξύλα σχίζειν, τῇ δ άξίνη τὴν θύραν ἀνοίγειν πειρώμενος», Πλούτ.) 2. το μεταξύ τού άκρου τού… … Dictionary of Greek
ακρωμιοθωρακική αρτηρία — Παρακλάδι της αρτηρίας της μασχάλης που περνάει ανάμεσα στο κλειδοκόκαλο (κλείδα) και τον θωρακικό μυ. Έτσι ονομάζεται και η φλέβα που ακολουθεί την ίδια πορεία, με τη διαφορά ότι έχει αντίθετη φορά … Dictionary of Greek
ακρωμιοκλειδική άρθρωση — Η άρθρωση ανάμεσα στο κλειδοκόκαλο (κλείδα) και την ωμοπλάτη καθώς και ο σύνδεσμος που ενώνει τα οστά αυτά … Dictionary of Greek